- περισσόφρων
- ὁ, ἡ, Α1. περισσόνους*, πάρα πολύ σώφρων, πολύ συνετός, εξαιρετικά φρόνιμος («ἢ οὐκ οἶσθ', ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων, ὅτι...», Αισχύλ.)2. πάρα πολύ έξυπνος, πνευματώδης, ευφυής.[ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.